- κανέλα
- Εδώδιμο που προέρχεται από το αειθαλές δέντρο κιννάμωμο το κεΰλανικό (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Το δέντρο φύεται στην ανατολική Ασία, στην Ιάβα και στη Σρι Λάνκα, όπου καλλιεργείται πολύ εντατικά. Έχει δερματώδη φύλλα και μικρά κιτρινόλευκα άνθη, σε αραιές ταξιανθίες τύπου φόβης.
Η πραγματική κ. αποτελείται από τον φλοιό των νεαρών βλαστών του φυτού, που καλλιεργείται με τη μορφή του πολύκλαδου θάμνου για τη διευκόλυνση της συγκομιδής. Οι κλαδίσκοι αποκόπτονται περιοδικά και αποφλοιώνονται με τρόπο ώστε ο φλοιός, ο οποίος δεν έχει στρώμα φελλού, να εξέρχεται με τη μορφή σωλήνα.
Η κ. χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική ως ευχάριστο αρωματικό, στην αρωματοποιία και στην ιατρική. Έχει γεύση πικάντικη, αν και ημίγλυκη, διαπεραστικό και ευχάριστο άρωμα· διαθέτει ιδιότητες τονωτικές, καρδιοτονωτικές, διεγερτικές της αναπνοής και αντιβακτηριακές.
* * *(I)ηεμπορική ονομασία ξύλου αμερικανικής προελεύσεως που έχει λεπτές ίνες, είναι μαλακό και χρησιμοποιείται στη λεπτουργική.————————(II)και κανέλλα 1. γένος φυτών τής οικογένειας κανελλίδες2. δημώδης ονομασία τού τροπικού φυτού κιννάμωμον3. ο αρωματικός φλοιός τού φυτού κιννάμωμο που χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό4. φρ. «από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα» — γι' αυτούς που λεν ασυναρτησίες, άσχετα μεταξύ τους πράγματα, αβάσιμα επιχειρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. cann-ella, υποκορ. τού λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι»].
Dictionary of Greek. 2013.